ἀπαλείφεται

ἀπαλείφεται
ἀπαλείφω
wipe off
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απλοποίηση — Η μετατροπή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου σε απλή μορφή ή κατάσταση. (Γραμμ.) Α. είναι η αντικατάσταση ενός σύνθετου ή πιο δυσνόητου στοιχείου της γλώσσας με άλλο πιο απλό και ευκολονόητο, π.χ. αντί ελθέτω, ας έλθει. (Μαθημ.) Α. είναι η μετατροπή …   Dictionary of Greek

  • δυσαπότριπτος — δυσαπότριπτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα απαλείφεται 2. αυτός που δύσκολα απομακρύνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”